- κραδίης
- καρδίαheartfem gen sg (epic ionic)κραδίαςcurdled with fig-juicemasc nom sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κραδίῃς — καρδία heart fem dat pl (epic ionic) κραδίας curdled with fig juice masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κραδίας — κραδίας, ου, ιων. τ. κραδίης, ὁ (Α) [κράδη] 1. (για τυρί) αυτός που έπηξε με τον χυμό συκιάς 2. φρ. μουσ. «κραδίης νόμος» αυλητικός νόμος ο οποίος εκτελούνταν κατά τη μαστίγωση τών φαρμακών, δηλαδή τών εξιλαστήριων θυμάτων για τον καθαρμό μιας… … Dictionary of Greek
CONTACOPAECTES — Graece Κοντακοπαίκτης vel Κονδακοπαίκτης, dictus est a voce κόνδαξ, vel κόνταξ, genus iaculationis denotante, qui hôc genere ludi sese excercebat. Photius in Nomocanone, Μόνον δὲ παίζειν ἔξεςτι μονόβολον καὶ κοντομονόβολον καὶ Κιντανὸν κόντακα… … Hofmann J. Lexicon universale
βένθος — Το σύνολο των οργανισμών που ζουν πάνω ή μέσα στον πυθμένα των αλμυρών ή γλυκών υδάτινων εκτάσεων. Χωρίζεται σε φυτοβένθος και ζωοβένθος. Το φυτοβένθος περιλαμβάνει φυτά που στηρίζονται στον πυθμένα, ενώ το ζωοβένθος περιλαμβάνει ζώα που είτε… … Dictionary of Greek
νειόθε(ν) — (Α) επίρρ. από τον πυθμένα, από το βάθος («νειόθεν ἐκ κραδίης ἀνεστενάχιζε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νειός + επιρρμ. κατάλ. θεν (πρβλ. κυκλό θεν, μυχό θεν)] … Dictionary of Greek